- πατριδολάτρης
- οθηλ. -ισσα αυτός που λατρεύει την πατρίδα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πατριδολάτρης — ο αυτός που λατρεύει, που αγαπάει υπερβολικά την πατρίδα, ο υπερβολικά φιλόπατρις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. πατριδολάτραι, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ἑστία] … Dictionary of Greek
πατριδολατρία — η [πατριδολάτρης] η λατρεία προς την πατρίδα, η μεγάλη φιλοπατρία … Dictionary of Greek
Χο Τσι Μινχ — I (1890 – 1969). Αναφέρεται και ως Xo Σι Μιν. Βιετναμέζος πολιτικός. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νγκουγιέν Τατ Θανχ. Αρχικά εργάστηκε ως ναυτικός σε αγγλικά και γαλλικά καράβια. Ύστερα από σύντομη παραμονή στις ΗΠΑ, πήγε στο Παρίσι, όπου… … Dictionary of Greek